περιφλίω

περιφλίω
περιφλίω [pron. full] [ῐ],
A to be almost bursting with,

ἀλοιφῇ Nic.Al.62

(v.l. -φλῐδόωντος from [suff] περι-φλῐδάω).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιφλίω — Α είμαι υπερπλήρης, φουσκωμένος με κάτι («περιφλίοντες ἀλοιφῇ» που πάνε να σκάσουν από το λίπος, Νίκ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φλίω «είμαι φουσκωμένος, γεμάτος» (που μαρτυρείται μόνο στον τ. τής μτχ. περιφλίοντος), βλ. λ. φλίω] …   Dictionary of Greek

  • περιφλίωμα — τὸ, Α [περιφλίω] το πλαίσιο τής θύρας …   Dictionary of Greek

  • περιφλιδώ — Α περιφλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φλιδῶ «είμαι πλαδαρός» (βλ. λ. φλίω)] …   Dictionary of Greek

  • φλίω — Α είμαι γεμάτος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl ei / *bhl i «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με * i , μορφή τής ρίζας *bhel «φουσκώνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”